- αισθητισμός
- ο1) эстетизм; 2) эстетство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αισθητισμός — ο καλλιτεχνική τάση που εξιδανικεύει και ωραιοποιεί τον αισθητό κόσμο: Ο αισθητισμός πρωτοπαρουσιάστηκε σε αγγλοσαξονικές χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε… … Dictionary of Greek
αισθησιαρχία — η η αισθησιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως … Dictionary of Greek
αισθητικισμός — ο αισθητισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aestheticism < aesthetic (< ελλην. αισθητικός) + ism, πρβλ. ισμός] … Dictionary of Greek
αισθητιστής — ο [αισθητισμός] οπαδός τού αισθητισμού* … Dictionary of Greek
εστετισμός — ο [εστέτ] η καλλιτεχνική και αισθητική κίνηση τού 19ου αιώνα που δημιούργησε ο Άγγλος συγγραφέας Όσκαρ Γουάιλντ, που πίστευε στο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και δίδασκε ότι η τέχνη δεν πρέπει να επιδιώκει και να υπηρετεί άλλους ηθικούς ή… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek